Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Πούτιν: ο αμφιλεγόμενος «άρχοντας της συναίνεσης»


 «Σας υποσχέθηκα ότι θα κερδίσουμε και το κάναμε», δήλωνε με δακρυσμένα μάτια σε χιλιάδες οπαδούς του ο Βλαντίμιρ Πούτιν, μετά τη νίκη του στις ρωσικές προεδρικές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής. «Προφανώς», αποκρίνονταν ειρωνικά τα μέλη της αντιπολίτευσης. «Αφού ελέγχατε πλήρως τις κάλπες».



της Κατερίνας Κιτίδη




Τα λόγια τους ανταποκρίνονταν σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά όχι ολοκληρωτικά. Η λαϊκή στήριξη στον Πούτιν παραμένει ισχυρή και η νίκη του ήταν δεδομένη. Το μόνο αβέβαιο ήταν το ποσοστό που θα αντλούσε και το αν θα εκλεγόταν από τον πρώτο ή το δεύτερο γύρο. Επισήμως, ο Πούτιν συγκέντρωσε το 64% των ψήφων, κερδίζοντας 47 μονάδες πάνω από τον κομμουνιστή Γκενάντι Ζουγκάνοφ και 56 πάνω από τον ολιγάρχη Μιχαήλ Προχόροφ.
Ωστόσο, το υψηλό αυτό ποσοστό δεν εκφράζει ξεκάθαρα τη λαϊκή θέληση. Το εκλογικό σύστημα στη Ρωσία δίνει τη δυνατότητα στο κυβερνών κόμμα να ελέγχει σχεδόν απόλυτα τους αντιπάλους του. Τα αυστηρά έως παράλογα κριτήρια για να θέσει κάποιος υποψηφιότητα, καθιστούν εφικτό κάτι τέτοιο μόνο για τα μέλη της άρχουσας τάξης, ενώ η κυβέρνηση, με διάφορες προφάσεις, μπορεί να διώξει ανά πάσα στιγμή έναν υποψήφιο από την εκλογική διαμάχη. Παράλληλα, όπως και στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου, έτσι και τώρα καταγράφηκαν εκτεταμένα περιστατικά νοθείας, με ψηφοδέλτια να εμφανίζονται «μαγικά» στις κάλπες και βανάκια να μεταφέρουν ψηφοφόρους από το ένα εκλογικό τμήμα στο άλλο, προκειμένου να στηρίξουν τον Πούτιν. Σύμφωνα με ανεξάρτητους παρατηρητές, εάν δεν υπήρχε νοθεία, το ποσοστό του Πούτιν θα κυμαινόταν στο 49-50% – όσο κέρδισε, δηλαδή, στην ευρύτερη περιοχή της Μόσχας.

Αφού, λοιπόν, ο «ισχυρός άνδρας» της Ρωσίας είχε σίγουρη τη νίκη, γιατί να καταφεύγει σε τέτοια τεχνάσματα; Όπως εξηγούσε στο Ριλ Νιούζ Νέτγουορκ ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι, επικεφαλής του Ινστιτούτου Παγκοσμιοποίησης και Κοινωνικών Κινημάτων, επειδή στην πραγματικότητα ο Πούτιν δεν είναι ...τόσο ισχυρός.

Για τον Καγκαρλίτσκι, ο Πούτιν είναι ο «άρχοντας της συναίνεσης». Συγκέντρωσε γύρω του όλες τις μεγάλες ομάδες οικονομικών συμφερόντων, οι οποίες συμφώνησαν να τον στηρίξουν ως το πρόσωπο που θα εκφράζει την πολιτική και οικονομική τους βούληση. Με την οικονομική κρίση, ωστόσο, τα συμφέροντα των ομάδων της ρωσικής ελίτ άρχισαν να αποκλίνουν σημαντικά. Η ρωσική επιχειρηματική κοινότητα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: Aφενός τον κλάδο του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των πρώτων υλών και αφετέρου τον κλάδο της μεταποίησης και της γεωργίας. Οι τελευταίοι είναι οι πολυπληθέστεροι, όμως οι πρώτοι έχουν το περισσότερο χρήμα. Αυτοί πιέζουν για μεγαλύτερη νεοφιλελευθεροποίηση της ρωσικής οικονομίας και στηρίζουν την ένταξη της χώρας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Οι δεύτεροι όμως αντιμετωπίζουν την ένταξη στον Οργανισμό ως θανατική καταδίκη για την εναπομείνασα ρωσική βιομηχανία, καθώς θα σημάνει το πλήρες άνοιγμα της ρωσικής αγοράς σε κινεζικά προϊόντα που υποστηρίζονται από δυτικές εταιρείες. Έτσι εξηγείται εν πολλοίς το γεγονός ότι συντάσσονται με αντιπολιτευτικές τάσεις.

Πρόκειται για τα πιο δεξιά τμήματα του κινήματος διαμαρτυρίας που συντάραξε τη Ρωσία μετά τις προηγούμενες εκλογές. Η εργατική τάξη, ωστόσο, παραμένει επιφυλακτική απέναντί τους και αυτό φάνηκε τόσο από τα υψηλά ποσοστά του Πούτιν όσο κι από το ότι οι διαμαρτυρίες που διοργανώθηκαν μετά τις εκλογές της περασμένης Κυριακής, συγκέντρωσαν λίγο κόσμο, σε σχέση με τον αναμενόμενο.

Ποια ήταν η στάση όμως, της ρωσικής Αριστεράς; Κάποια τμήματά της υποστήριξαν τον Ζουγκάνοφ και άλλα τον Σεργκέι Μιρόνοφ, τον ηγέτη του κόμματος Δίκαιη Ρωσία που αν και προοδευτικό, αποτελεί γέννημα θρέμμα του συστήματος. Μια τρίτη τάση προέτρεπε σε αποχή, ενώ μια τέταρτη επέλεξε την απραξία. «Ένα νέο, όμορφο και ζωηρό κίνημα διαμαρτυρίας αναζητά νέο πρόγραμμα, ηγέτες και οπαδούς», έγραφε χαρακτηριστικά ο ιστορικός Βασίλι Ζάρκοφ στο ίντερνετ.