Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ποιος όπλισε το χέρι του δολοφόνου Μπρέιβικ;


Παρανοϊκός είναι σύμφωνα με το δικηγόρο του ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, ο Νορβηγός ακροδεξιός που στις 22 Ιουλίου συγκλόνισε τον κόσμο με τη μαζική δολοφονία 77 ατόμων, τα 68 στο κάμπινγκ της νεολαίας του κυβερνώντος Εργατικού Κόμματος. Η αποδοχή της ευθύνης και η επιμονή του στην αναγκαιότητα για το αιματοκύλισμα, για να «ταρακουνηθεί» η νορβηγική κοινωνία, έκαναν να μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο. Μόνο τρελός θα μπορούσε να σκεφτεί τόσο αλλόκοτα, είναι η βασική ιδέα που υιοθετήθηκε αρκετά εύκολα από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ. Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι όπως «Στον κόσμο του ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ» (Καθημερινή, 26/7/11), «Σταυρόλεξο για... δυνατούς ψυχαναλυτές ο Νορβηγός φονιάς» (Βήμα, 27/72011), που απλά ακολουθούν τη γενική κατεύθυνση που έθεσαν τα δυτικά ΜΜΕ με επιρροή.



του Γιώργου Κρεασίδη 


Είναι δυνατόν όμως να δεχτεί κανείς ότι η παράνοια του δολοφόνου τα εξηγεί όλα; Το Πριν μίλησε για το θέμα με τον ψυχίατρο Μιχάλη Δικαιάκο, διευθυντή του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Βόλου, ο οποίος τόνισε πως η παράνοια δεν είναι απάντηση στα «γιατί» των εγκλημάτων του Μπρέιβικ, καθώς οι ψυχικά νοσούντες είναι κατά κύριο λόγο επικίνδυνοι για τον εαυτό τους. Καμιά στατιστική δεν επιβεβαιώνει πως είναι επιρρεπείς σε δολοφονίες, τουλάχιστον περισσότερο από ό,τι ο υπόλοιπος πληθυσμός. Με δυο λόγια ο «σχιζοφρενής δολοφόνος» είναι τύπος ανθρώπου υπάρχει στο σινεμά, αλλά όχι και στη ζωή.

Η αλήθεια είναι πως το σενάριο του παρανοϊκού δολοφόνου ήρθε στο προσκήνιο αμέσως μόλις διαψεύστηκε η εκδοχή μιας νέας 11ης Σεπτεμβρίου, από την ανακοίνωση της νορβηγικής αστυνομίας πως έχει συλληφθεί ένας Νορβηγός μεταμφιεσμένος σε αστυνομικό. «Σφαγή τύπου Αλ Κάιντα: η 11η Σεπτεμβρίου της Νορβηγίας» έλεγε το πρωτοσέλιδο της βρετανικής Σαν του Μέρντοχ (23/7/11). Η ισλαμοφοβία είναι μαζί τα ροζ σκάνδαλα βασική πλευρά της ειδησεογραφίας στα ΜΜΕ του. Γιατί υπήρχε αυτός ο δισταγμός να διαπιστωθεί το προφανές, η ακροδεξιά ιδεολογία του δολοφόνου που τη διατυμπανίζει εξάλλου στο μακροσκελές «μανιφέστο» του; Πολύ περισσότερο όταν, όπως διαπιστώνει ο δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου, «το 2009 μόνο μία στις 294 τρομοκρατικές πράξεις έγινε από ανθρώπους που συνδέονταν θρησκευτικά ή πολιτικά με το Ισλάμ. Το 2010, παρά το γεγονός ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις αυξήθηκαν, δεν υπήρξε ούτε ένα περιστατικό από μουσουλμάνους» (Επίκαιρα, 10/8/11).

Η επιλογή να αποδοθεί το φασιστικό έγκλημα στη Νορβηγία σε έναν ψυχοπαθή ήταν πολιτική πρωτοβουλία προληπτικού τύπου για να μην απονομιμοποιηθεί ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός και η λεγόμενη «ακροδεξιά ατζέντα».


Oγνωστός μαρξιστής κοινωνιολόγος Τζέιμς Πέτρας σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του που δημοσίευσε στα Eλληνικά η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς (6/8/2011), αμφισβήτησε βάσιμα τη θεωρία του μοναχικού συνωμότη και ανέδειξε στοιχεία που παραπέμπουν σε δράση ομάδας: «Πρώτον, το παγιδευμένο αυτοκίνητο-βόμβα που κατέστρεψε το κέντρο του Όσλο ήταν ένα ιδιαίτερα σύνθετο όπλο που απαιτούσε εμπειρία και συντονισμό – του είδους που διαθέτουν κρατικές ή μυστικές υπηρεσίες όπως η Μοσάντ, η οποία ειδικεύεται στα καταστροφικά αυτοκίνητα - βόμβες...
Δεύτερον, οι λεπτομέρειες: πρώτον της κίνησης της βόμβας, δεύτερον της κλοπής του οχήματος, τρίτον της τοποθέτησης του εκρηκτικού μηχανισμού στο στρατηγικό σημείο, τέταρτον της πετυχημένης πυροδότησης, και στη συνέχεια: πέμπτον η επιμελημένη χρήση ειδικής αστυνομικής στολής, η κατοχή ενός οπλοστασίου εκατοντάδων δεσμίδων σφαιρών και η μετακίνηση στο νησί Ουτέγια με άλλο όχημα, έκτον η υπομονετική αναμονή ενός –ως τα δόντια– ένοπλου για το φέρι της γραμμής, έβδομον το πέρασμα στο νησί μαζί με τους άλλους επιβάτες φορώντας αστυνομική στολή, όγδοον η συγκέντρωση των ακτιβιστών της νεολαίας των Εργατικών και η έναρξη της σφαγής πλήθους άοπλων νεαρών, και τέλος η χαριστική βολή στους τραυματίες και η καταδίωξη εκείνων που προσπάθησαν να κρυφτούν ή να απομακρυνθούν κολυμπώντας – όλα αυτά δεν είναι ενέργειες ενός μοναχικού φανατικού». Σε όλα αυτά ο Πέτρας προσθέτει την προκλητική ανεπάρκεια της αστυνομίας, καθώς «χρειάστηκε 90 λεπτά για να φτάσει στο νησί Ουτέγια, που απέχει λιγότερο από 20 χιλιόμετρα από το Όσλο, 2 λεπτά με ελικόπτερο και 25-30 λεπτά με πλοίο ή αυτοκίνητο». Και καταλήγει διαπιστώνοντας πως «το προφανές ερώτημα προκύπτει για το βαθμό στον οποίο η ιδεολογία του δεξιού εξτρεμισμού - νεοφασισμού έχει διαπεράσει τις γραμμές της αστυνομίας και των δυνάμεων ασφαλείας».

Κι όμως δεν ήταν ανεξήγητο το γεγονός ενός ακροδεξιού μακελειού στη Νορβηγία. Μπορεί για την κυρίαρχη αντίληψη η χώρα αυτή να είναι ένας ακόμη σκανδιναβικός παράδεισος του κράτους πρόνοιας, στην πραγματικότητα όμως τα πράματα είναι διαφορετικά. Καταρχήν εντύπωση δημιουργεί ότι στη συζήτηση για την παρουσία της ακροδεξιάς στη Νορβηγία έλειπαν οι αναφορές στον Κουίσλινγκ, το φασίστα πολιτικό που οι Γερμανοί διόρισαν πρωθυπουργό όταν κατέλαβαν τη χώρα το 1940, με αποτέλεσμα το όνομά του να γίνει το διεθνές συνώνυμο του δωσίλογου. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πέρα από τον Κούισλινγκ που εκτελέστηκε σαν προδότης, δικάστηκαν άλλοι 100.000 Νορβηγοί ως συνεργάτες των Γερμανών. Σήμερα στην πολιτική σκηνή της Νορβηγίας σημαντική παρουσία έχει το Προοδευτικό Κόμμα, που παρά το όνομά του, είναι ο φορέας μιας εθνικιστικής και ρατσιστικής ακροδεξιάς με σκληρές νεοφιλελεύθερες απόψεις. Ο Μπρέιβικ συμμετείχε για δέκα χρόνια στο Προοδευτικό Κόμμα, αναλαμβάνοντας μάλιστα και υπεύθυνες θέσεις. Το κόμμα αυτό συγκροτήθηκε στη δεκαετία του 1970, ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας που ζητούσε μείωση των φόρων. Από κίνημα αντι-πολιτικής σταδιακά έγινε κόμμα που στα αιτήματα για λιγότερους φόρους, νόμο και τάξη πρόσθεσε τον αντιμεταναστευτικό λόγο και την ισλαμοφοβία, ένα κοκτέιλ που μετά το 2000 το έχει αναδείξει σε δεύτερη πολιτική δύναμη (23% στις τελευταίες εκλογές) στη χώρα μετά το κυβερνών Εργατικό Κόμμα.

Το Προοδευτικό Κόμμα φυσικά δεν αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα της ακροδεξιάς, αλλά φιλελεύθερο, ενώ αποδέχεται σαφώς το κοινοβουλευτικό πλαίσιο, καθώς δεν στοχεύει στην έκφραση των νοσταλγών του μεσοπολεμικού φασισμού, αλλά ευρύτερων στρωμάτων που φοβούνται τις συνέπειες της κρίσης και του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου. Γι’ αυτά τα στρώματα, τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της χώρας μπορούν να εξασφαλίσουν ένα επίπεδο ζωής, αν αυτό το επίπεδο αφορά τον περιορισμένο έτσι κι αλλιώς νορβηγικό πληθυσμό των 5 εκατομμυρίων ή αν δεν σπαταληθούν για να κρατούν τον ευρωπαϊκό νότο στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Με παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν εμφανιστεί ακροδεξιά κόμματα με σημαντική κοινοβουλευτική παρουσία σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες, με στόχο να υπερασπιστούν ένα «κράτος πρόνοιας για όσους χωράνε», δείχνοντας την πόρτα της εξόδου στους μετανάστες: Σουηδοί Δημοκράτες, Αληθινοί Φιλανδοί, Κόμμα του Δανέζικου Λαού...
Περισσότερο αντιληπτή γίνεται αυτή η αντιπολιτευτική γραμμή στο φόντο της πρόσφατης κοινωνικής έκρηξης του Λονδίνου. Η περιθωριοποιημένη νεολαία που εξεγέρθηκε, οι 30ρηδες που δεν είχαν ποτέ μια σταθερή δουλειά, είναι για την άρχουσα τάξη το αναγκαίο τίμημα για να ξεπεραστεί η κρίση χωρίς να θιγούν οι «ιερές αγελάδες» των αγορών. Γι’ αυτό η κυβέρνηση Κάμερον, με τις πλάτες των Εργατικών, προτίμησε να δει τις ταραχές σαν υπόθεση του ποινικού κώδικα, αφήνοντας άφωνο τον πλανήτη με την πολιτική της μυωπία. Τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά γι’ αυτό το κομμάτι της κοινωνίας που περιθωριοποιείται έχουν πρακτικά χάσει κάθε περιεχόμενο. Η εκπαίδευση, για παράδειγμα, τι νόημα μπορεί να έχει για ανθρώπους που η κοινωνία θα αφήσει στα αζήτητα; Παράλληλα, μια ανάλογη ερημοποίηση απειλεί και τις περιοχές, τις γειτονιές και τις πόλεις αυτών των ανθρώπων.

Στην Ευρώπη των μνημονίων γενικεύεται ένα κλίμα φόβου, μια αίσθηση ότι η κοινωνία δεν τους χωράει όλους. Αυτός ο φόβος τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή ακροδεξιά που εκπροσωπεί μια κοινωνική διαμαρτυρία ανθρώπων που έχουν ένα επίπεδο ζωής και ενώ δέχονται καταρχήν το πλαίσιο της παντοδυναμίας των αγορών, θέλουν να γλιτώσουν από τις συνέπειες. Αν πρόκειται λοιπόν να συρρικνωθούν οι δαπάνες για την υγεία, μήπως καλύτερο κάποιοι να αποκλειστούν από τις υπηρεσίες υγείας προκειμένου να μην υποβαθμιστούν για όλους; Στις ιδιωτικοποιήσεις απαντά με το αίτημα για ριζική μείωση των φόρων, αφού το κράτος δεν θα ανταποδώσει με κοινωνικές υπηρεσίες. Ο ευρωσκεπτικισμός αυτού του ρεύματος ζητά μια επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης με την ΕΕ, με στόχο τον περιορισμό του κόστος συμμετοχής, έκφραση του οποίου είναι και ο λαϊκισμός για τον τεμπέλικο και διεφθαρμένο Νότο και τα PIIGS. Εξάλλου, καθόλου τυχαία, η ρητορική του ευρωσκεπτικισμού αφήνει στο απυρόβλητο το ΝΑΤΟ, παρά τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ και το κόστος των εξοπλισμών, αφού η συμμετοχή σε αυτό διασφαλίζει μια θέση ανάμεσα στους κυρίαρχους στον ταραγμένο κόσμο του 21ου αιώνα.
Με δυο λόγια, η σύγχρονη ακροδεξιά προσπαθεί να σώσει κάτι από το επίπεδο ζωής του Ευρωπαίου, με το να στρέφεται εναντίον του πιο αδύνατου κομματιού της κοινωνίας, τους μετανάστες, τις μειονότητες, αλλά και τους φτωχούς που δεν προσπαθούν και δεν αξίζουν τις παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Κατ’ επέκταση, στρέφεται και ενάντια στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά που υπερασπίζονται αυτά τα κομμάτια.
Βέβαια, στην εποχή του «Συμφώνου για το ευρώ» που ορίζει ως στόχο ύπαρξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών τη σταθερότητα του ευρώ, περιθωριοποιώντας τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους, στην εποχή του Σένγκεν και του «Δουβλίνο 2» που θέτουν σε διαρκή ομηρία τα θύματα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και της υπερεκμετάλλευσης του πλανήτη, η κυνική άποψη ότι κάποιες κοινωνικές ομάδες περισσεύουν, δεν έρχεται από το πολιτικό περιθώριο.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις τα θέματα της λεγόμενης ακροδεξιάς ατζέντας, δείχνει και το βαθμό νομιμοποίησής της. Όταν η γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ ανακαλύπτει ότι το πολυπολιτισμικό μοντέλο απέτυχε και ότι η ενσωμάτωση των μεταναστών στη γερμανική κοινωνία είναι αδύνατη, δεν τη χωρίζει χάσμα από αυτούς που απλά προτείνουν ως λύση τη μαζική απέλαση. Αντίστοιχες λύσεις μπροστά στον κίνδυνο της ισλαμοποίησης πρότεινε στο αμφιλεγόμενο μπεστ σέλερ του με τίτλο Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της ο Τίλο Σαραζίν, πρώην στέλεχος της Μπούντεσμπανκ, αλλά και της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Στη χώρα μας, ο σημερινός πρωθυπουργός (πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς ας μην ξεχνάμε) έγραφε άρθρο με τίτλο «Μηδενική ανοχή στη λαθρομετανάστευση» (Καθημερινή, 14/6/2009) μετά τις ευρωεκλογές που έδειξε ότι βαδίζει προς την εξουσία. Κατά τη διάρκεια της φετινής απεργίας πείνας των 300 μεταναστών, η Άννα Νταλάρα, ως αρμόδια υφυπουργός, προκειμένου να δικαιολογήσει την πολιτική πυγμής της κυβέρνησης δήλωνε ότι «οι μετανάστες δεν έχουν πολιτισμό». Έτσι νομιμοποιείται μια μεταχείριση που κάτω από άλλες συνθήκες, δεν θα ήταν ανεκτή για ανθρώπινα πλάσματα.

Ακροδεξιά άνθιση σε όλη την Ευρώπη

Σ ε τελική ανάλυση, οι βασικές ιδέες της ακροδεξιάς δεν εμφανίστηκαν με παρθενογένεση, ούτε χωρίζονται με «σινικά τείχη» από την κυρίαρχη αστική σκέψη. Ο ρατσισμός για παράδειγμα είναι γέννημα της εποχής της αποικιοκρατίας. Η πολιτιστική και βιολογική κατωτερότητα δικαιολογούσε την κατοχή και εκμετάλλευση μακρινών χωρών από τη Δύση, όπως και τη δουλεία στις ΗΠΑ, για να επιστρατευθεί στη συνέχεια από το ναζισμό εναντίον των πληθυσμών που είχαν την ατυχία να ζουν στις περιοχές του «ζωτικού χώρου» που απαιτούσε η Γερμανία στην Αν. Ευρώπη.
Ο αντισημιτισμός στοχοποίησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα τους Εβραίους ως αιτία της κοινωνικής αδικίας, λειτουργώντας αποπροσανατολιστικά σε μια περίοδο που δυνάμωνε το εργατικό κίνημα. Σε ένα από τα προπύργιά του, την αυτοκρατορική Αυστροουγγαρία, ήταν η έκφραση του φόβου των γερμανόφωνων και των Ούγγρων για την απώλεια της δεσπόζουσας θέσης τους από τους υποτελείς λαούς των ανατολικών επαρχιών. Στη Βιέννη του μαζικού αντισημιτισμού διαμορφώθηκε πολιτικά ο Χίτλερ και εκεί βρίσκεται η αφετηρία της ακροδεξιάς στην Αυστρίας. Στη συνέχεια στη Γερμανία λειτούργησε ως ιδεολογική κάλυψη για μια «ληστεία μετά φόνου» όπως την ονόμασε ο μελετητής Γκετζ Άλυ στο έργο του Το Λαϊκό Κράτος του Χίτλερ (εκδ. Κέδρος) στην προσπάθεια του ναζισμού να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση.

Σήμερα αυτό το ρόλο παίζει η ισλαμοφοβία που στοχοποιεί έναν ευδιάκριτο αδύναμο στόχο, πολλές φορές ευάλωτο και από έναν κοινωνικό συντηρητισμό που συχνά είναι φορέας του. Η 11η Σεπτεμβρίου και ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» του Μπους και των συμμάχων, το έχουν καταγράψει σε βασικό ιδεολόγημα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και της συντηρητικών τάσεων. Γράφοντας για τον ελληνικό φασισμό του μεσοπολέμου, ο καθηγητής Σπ. Μαρκέτος στο βιβλίο του Πώς φίλησα τον Μουσολίνι (εκδ. Βιβλιόραμα) επισημαίνει πως πριν τη δικτατορία του Μεταξά το 1936, ο κρατικός αυταρχισμός, ο αντικοινοβουλευτισμός και ο αντικομμουνισμός είχαν νομιμοποιηθεί ως επιλογές του βενιζελικού φιλελευθερισμού της αβασίλευτης δημοκρατίας του 1924-35. Ανάλογα λειτουργεί σήμερα και το «Μνημόνιο ή τανκς» του Μπαρόζο και του Πάγκαλου.
Σε αυτό το τοπίο, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά εμφανίζεται σαν μια εδραιωμένη πολιτική δύναμη σε μια σειρά από χώρες. Στο άρθρο της «Κυβερνήσεις με ρατσιστικό άρωμα» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 7/8/11) η Γιούλα Ζαχιώτη διαπιστώνει πως «σε εννέα ευρωπαϊκές χώρες, τις Νορβηγία, Σουηδία, Δανία, Φιλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Ολλανδία, Ιταλία και Ουγγαρία, ακροδεξιά κόμματα διατηρούν θέσεις στο Κοινοβούλιο, μετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς ή στηρίζουν κυβερνήσεις με οριακή πλειοψηφία».

Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι ιδρυτική συνιστώσα στην ασταθή σήμερα κυβερνητική συμπαράταξη του Μπερλουσκόνι ήταν η Εθνική Συμμαχία, μετεξέλιξη της πολιτικής έκφρασης των νοσταλγών του Μουσολίνι. Στην Ολλανδία η κυβέρνηση στηρίζεται στο Κόμμα για την Ελευθερία του διάσημου για το ρατσισμό του Γκερτ Βίνλτερς. Στην Αυστρία το Κόμμα της Ελευθερίας (17% στις τελευταίες εκλογές) συμμετείχε κατά καιρούς σε συμμαχικές κυβερνήσεις μετά το 2000. Είναι σχήμα στο οποίο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συσπειρώθηκαν οι εναπομείναντες ναζί. Από αυτό αποχώρησε η Συμμαχία για την Αυστρία με παρεμφερή αντιμεταναστευτική, ευρωσκεπτικιστική και νεοφιλελεύθερη γραμμή (στις προηγούμενες εκλογές πήρε 11%). Στην Ουγγαρία 16,6% πήρε το 2010 το κόμμα Γιόμπικ, με αναφορά στο δικτατορικό καθεστώς του ναυάρχου Χόρτι που στο μεσοπόλεμο που συμμετείχε στο πλευρό της Γερμανίας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρουσία στην ευρωβουλή έχει η ακροδεξιά από Βρετανία, Βουλγαρία, Βέλγιο, Ρουμανία, Σλοβακία. Το χάρτη συμπληρώνουν πέρα από όσα αναφέρει το ρεπορτάζ, το ελληνικό ΛΑΟΣ, το Λαϊκό Κόμμα που συμμετέχει στην κυβέρνηση της Πορτογαλίας και το Εθνικό Μέτωπο της κόρης του Λεπέν που φιλοδοξεί να επαναλάβει το 2012 την επιτυχία του πατέρα της και να περάσει στο β’ γύρο των προεδρικών εκλογών.
Τα κόμματα αυτά πατάνε σε ρίζες και συνδέονται με το παρελθόν της ακροδεξιάς, από τα δικτατορικά καθεστώτα της Μεσογείου ως τα καθεστώτα που ήταν δορυφόροι της ναζιστικής Γερμανίας και τον εθνικισμό των παλιών αποικιοκρατικών δυνάμεων. Εκφράζουν όμως σύγχρονες τάσεις κυρίως μιας κοινωνικής δυσαρέσκειας και φοβίας, ενώ καλύπτουν φυσικά και το πολιτικό κενό που αφήνει η ταύτιση κεντροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατών στη γραμμή του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, ένα κενό που δεν γεμίζει αυτομάτως η Αριστερά, συχνά με δική της ευθύνη. Όπως στη Φινλανδία, όπου συμμετέχει σε κυβέρνηση φιλοΕΕ δυνάμεων, μαζί με σοσιαλδημοκράτες και κεντροδεξιούς, σε μια κυβέρνηση συνασπισμού κόντρα στον ευρωσκεπτιτικισμό των Αληθινών Φινλανδών της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης.