Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Ουδέν νεώτερον από το αφγανικό μέτωπο


ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Διχασμένη εμφανίζεται η αμερικανική ηγεσία για το μέλλον του πολέμου στο Αφγανιστάν, με τον ένα πόλο να τάσσεται υπέρ της αποχώρησης του μεγαλύτερου μέρους των στρατιωτικών δυνάμεων μέχρι τον Ιούλιο του 2011 και τον άλλο να προτείνει τη συνέχιση του πολέμου.



Η αντικατάσταση του στρατηγού Στάνλεϊ Μακρίσταλ από τον ανώτατο διοικητή της Κεντρικής Διοίκησης (CENTCOM), Ντέιβιντ Πετρέους, ως επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν σηματοδότησε το αδιέξοδο του μακρύτερου πολέμου στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών – ενός πολέμου, ο οποίος θα μπει, τον ερχόμενο Δεκέμβριο, στο δέκατο χρόνο του. Ο ίδιος ο Πετρέους, κατά την τελετή ανάληψης των καθηκόντων του στην Καμπούλ, την περασμένη Κυριακή, αναγνώρισε ότι ο πόλεμος έχει μπει σε μια «ιδιαίτερα κρίσιμη φάση». Μια διατύπωση που λίγο απέχει από αναγνώριση αποτυχίας της πολυδιαφημισμένης «κλιμάκωσης», με την αποστολή, από την κυβέρνηση Ομπάμα, 30.000 πρόσθετων αμερικανών στρατιωτών, στη χώρα που καθήλωσε τη Βρετανική Αυτοκρατορία και τη Σοβιετική Ένωση και πολιτογραφήθηκε ως «νεκροταφείο υπερδυνάμεων».
Αφορμή για την εκπαραθύρωση του Μακρίσταλ από τον Ομπάμα στάθηκαν οι προσβλητικές εκμυστηρεύσεις του ανώτατου στρατιωτικού εναντίον κορυφαίων κρατικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, στο περιοδικό της αμερικανικής Ÿαντικουλτούρας των σίξτις Rolling Stone! Το πράγμα θα ήταν γκροτέσκο αν δεν συνιστούσε ένα είδος ανταρσίας τμήματος της στρατιωτικής ηγεσίας στην εκλεγμένη πολιτική διοίκηση της Αμερικής – φαινόμενο δηλωτικό της επικίνδυνης αυτονόμησης μερίδας των «ιεράκων» του στρατιωτικού - βιομηχανικού συμπλέγματος, την οποία ευνόησε ο «πολεμικός καπιταλισμός» της εποχής Μπους. Σε κάθε περίπτωση, όλοι κατάλαβαν ότι ο Μακρίσταλ ουσιαστικά προκάλεσε ο ίδιος την αντικατάστασή του, ώστε να μη χρεωθεί το κόστος για τη διαγραφόμενη αποτυχία του πολέμου στο Αφγανιστάν και τη στρατηγική που ο ίδιος είχε χαράξει.
Πραγματικά, όλα δείχνουν ότι οι εξελίξεις, ακόμη και στο στενά στρατιωτικό πεδίο, πάνε από το κακό στο χειρότερο. Ο Ιούνιος ήταν ο πιο φονικός, για τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, μήνας από την έναρξη του πολέμου, με τους νεκρούς να φτάνουν τους 100. Η περιοχή Μέρτζα, η οποία είχε διαφημιστεί ως η πρώτη που απελευθερώθηκε από τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις στο πλαίσιο της αμερικανικής αντεπίθεσης, πέρασε ξανά στα χέρια των Ταλιμπάν, οι οποίοι απάντησαν στη φωτιά με τη φωτιά και στην επίθεση με επίθεση. Η διατυμπανιζόμενη εισβολή των Αμερικανών στην Κανταχάρ, προπύργιο των Ταλιμπάν και άτυπη πρωτεύουσα του νοτίου Αφγανιστάν, αναβάλλεται διαρκώς λόγω του φόβου υπέρμετρα μεγάλου φόρου αίματος. Οι μόνοι αξιόμαχοι σύμμαχοι των Αμερικανών στο Αφγανιστάν, οι Βρετανοί, σήκωσαν λευκή σημαία στην περιοχή Σανγκίν και αναδιπλώθηκαν, αναγκάζοντας τον Πετρέους να στείλει άρον-άρον 20.000 άνδρες για να καλύψει το κενό. Οι Ταλιμπάν έχουν γίνει τόσο τολμηροί, που προχώρησαν τελευταία σε θεαματικές επιθέσεις εναντίον των τριών μεγαλύτερων βάσεων των ΗΠΑ – στο Μπαγκράμ, την Κανταχάρ και την Τζαλαλαμπάντ.
Στο μεταξύ, η περίφημη «πολυεθνική δύναμη» του Αφγανιστάν φυλλορροεί ασταμάτητα. Οι Ολλανδοί έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα αποχωρήσουν οσονούπω, ενώ ο γερμανός πρόεδρος εξέπεσε του αξιώματός του λόγω του σάλου που προκάλεσαν οι κυνικές, στην ειλικρίνειά τους, δηλώσεις του για τα «μεγάλα οικονομικά συμφέροντα» της Γερμανίας, που επιβάλλουν την παράταση της κατοχής. Ακόμη και η νέα βρετανική κυβέρνηση Συντηρητικών - Φιλελευθέρων δυσφορεί με την παράταση του πολέμου, αντιμέτωπη με μια κοινή γνώμη, η οποία τάσσεται, σε ποσοστό 67%, υπέρ της άμεσης απεμπλοκής. Στην ίδια την Αμερική ο πόλεμος γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιδημοφιλής, κάτι που αντανακλάται σε σχέδια ψηφίσματος δεκάδων βουλευτών και υπέρ της γρήγορης αποχώρησης – μία τάση η οποία ενισχύεται όσο πλησιάζουμε προς τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσου.
Σ’ αυτό το φόντο, όλοι οι «παίκτες» της περιοχής αρχίζουν να προετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια για ένα «μετά τους Αμερικανούς» Αφγανιστάν. Λόγος γίνεται, πρώτα απ’ όλα, για το Πακιστάν, οι μυστικές υπηρεσίες του οποίου διατηρούν στενές σχέσεις με στελέχη της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν από την εποχή της αντισοβιετικής τζιχάντ. Το Πακιστάν ενθαρρύνει τον αφγανό πρόεδρο Καρζαΐ να ρίξει γέφυρες προς τις πιο ευεπίφορες σε συμβιβασμό δυνάμεις των Ταλιμπάν, στο πλαίσιο ενός μοιράσματος της εξουσίας που θα διατηρούσε την Καμπούλ και το βόρειο και δυτικό Αφγανιστάν των Τατζίκων, των Ουζμπέκων και των Χαζάρων στον Καρζαΐ, παραχωρώντας άτυπα το νότιο και ανατολικό Αφγανιστάν των Παστούν σε πολέμαρχους των Ταλιμπάν. Μια τέτοια λύση θα δημιουργούσε ένα Αφγανιστάν φιλικό προς το Πακιστάν, εξασφαλίζοντας στο τελευταίο το ποθητό «στρατηγικό βάθος» στο μόνιμο ανταγωνισμό του με την Ινδία.
Την ίδια ώρα, η πολιτική ηγεσία στην Ουάσινγκτον εμφανίζεται διχασμένη ανάμεσα σε δύο αμοιβαία αποκλειόμενες στρατηγικές. Ο ένας πόλος –με τον οποίο μάλλον θα ήθελε να συμπαραταχθεί, αν και δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρει ο Μπαράκ Ομπάμα– έχει ως κυριότερο εκφραστή τον Μπάιντεν, με τον οποίο συμφωνεί ο αμερικανός πρεσβευτής στην Καμπούλ και πρώην ανώτατος στρατιωτικός, Καρλ Έικενμπερι. Το στρατόπεδο αυτό τάσσεται υπέρ της αποχώρησης του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των αμερικανικών δυνάμεων αρχής γενομένης από τον Ιούλιο του 2011 (όπως προβλέπει το χρονοδιάγραμμα του Ομπάμα) και τον περιορισμό των ΗΠΑ σε αστυνομικού είδους επιχειρήσεις εναντίον της Αλ Κάιντα.
Στην απέναντι όχθη βρίσκονται ο υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς, ο οποίος διορίστηκε σ’ αυτό το αξίωμα από τον Μπους και διατηρήθηκε από τον Ομπάμα, η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, «ιέρακες» της Δεξιάς, όπως ο Χένρι Κίσινγκερ και ο ίδιος ο Πετρέους, για τον οποίο λέγεται ότι φιλοδοξεί να διεκδικήσει μελλοντικά το χρίσμα των Ρεπουμπλικανικών για την προεδρία. Το μεγάλο πρόβλημα για τον Ομπάμα είναι ότι καμία από τις δύο στρατηγικές δεν εγγυάται, έστω με μεγάλο κόστος, την αποκατάσταση σταθερού ελέγχου όχι μόνο στο Αφγανιστάν, αλλά και στο ολοένα και περισσότερο χαοτικό Πακιστάν, όπου ο συνδυασμός δημογραφικής έκρηξης, οικονομικής κρίσης, ισλαμικού φανατισμού και πυρηνικών όπλων δημιουργεί ένα εξαιρετικά εύφλεκτο μείγμα.