Εφημερίδα της ανεξάρτητης Αριστεράς

Το Μουντιάλ της τηλεόρασης


ΜΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι απόλαυσης και καθήκοντος. Στο βαθμό που το άθλημα έχει βιομηχανοποιηθεί, έχει χαθεί σιγά σιγά η ομορφιά που γεννιέται απ’ τη χαρά που νιώθει κανείς μονάχα γιατί παίζει. Σε αυτόν τον κόσμο του τέλους του αιώνα μας, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε είναι άχρηστο, και είναι άχρηστο ότι δεν αποφέρει κέρδη.
Οι τεχνοκράτες του επαγγελματικού αθλητισμού επέβαλαν ένα ποδόσφαιρο καθαρής ταχύτητας και πολλής δύναμης, που απεμπολεί την απόλαυση, ατροφεί τη φαντασία και απαγορεύει το θράσος», είναι τα λόγια του Εδουάρδο Γκαλεάνο από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου. Πόσο προφητικά έμοιαζαν τα λόγια του ουρουγουανού φιλοσόφου ήδη από το 1998 και πόσο πραγματικά, σε απόλυτο μάλιστα βαθμό, είναι σήμερα.



Ογδόντα χρόνια μετά το πρώτο Μουντιάλ, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Στη φετινή 19η διοργάνωση αυτό που πραγματικά γοήτευσε ήταν η τηλεοπτική κάλυψη, η οποία δεν ήταν καν εγχώρια παραγωγή. Μέτριο θέαμα με αγώνες από ένα σημείο και έπειτα χωρίς φαντασία. Μήπως τελικά αυτή είναι και η μεγάλη πληγή των καταναλωτριών ποδοσφαιρικών χωρών; Οι Ευρωπαίοι κατάφεραν να εξευρωπαΐσουν και τους Λατινοαμερικάνους. Καθ’ εικόνα και ομοίωση ενός ποδοσφαιρικού θεού, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει απολέσει το σφρίγος του. Εν μέσω και της δομικής και τεράστιας οικονομικής κρίσης τα περιθώρια πειραματισμών στένεψαν απελπιστικά. Εντός και εκτός των γραμμών των γηπέδων. Κερδισμένη και η Μέρκελ που πανηγυρίζει την τεσσάρα εναντίον της Αργεντινής ως επικυρίαρχος τουλάχιστον της ευρωπαϊκής ηπείρου, κερδισμένος ο Παπανδρέου αν και η εθνική δεν έκανε και κάτι τρομερό, κερδισμένος στην αρχή και ο Σαρκοζί που ανακινεί εξεταστική για τον προπονητή Ντομενέκ και το ναυάγιο των «τρικολόρ». Ασχέτως αν λίγες μόλις ημέρες μετά ξεσπάσει το σκάνδαλο ΜπετανκούρŸ. Το σημαντικό είναι η αξιοποίηση από τους κυβερνήτες του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως μέσου αποπροσανατολισμού. Με τρεις αγώνες την ημέρα, βομβαρδισμό διαφημίσεων και καταιγισμό καταναλωτικών λύσεων, οι δυτικές κοινωνίες αναλώνουν τις μέρες και τις νύχτες τους μπροστά από μία τηλεόραση. Υψηλής ευκρίνειας, ψηφιακή ή τριών διαστάσεων δεν έχει και τόση σημασία. Εξαθλίωση κατά μόνας και δελτία των οκτώ. Ήταν ίσως το πλέον βαρετό Μουντιάλ για τις κοινωνίες που έχουν προ πολλού βαρεθεί και έχουν βουλιάξει στην αποξένωση. Σε κοινωνίες που έχουν ξεχάσει να διεκδικούν και που σε πολλές περιπτώσεις περιμένουν μοιρολατρικά το μέλλον. Το όποιο μέλλον... Το ποδόσφαιρο είναι κι αυτό ένας καθρέφτης. Ξαναγυρίζουμε στον Γκαλεάνο. Αφεθήκαμε και εμείς και χάσαμε τη χαρά του παιχνιδιού. Παντός είδους έμποροι το έκαναν όχημα εκμετάλλευσης. Ας μην είναι ο προπομπός του τι θα συμβεί αν τους αφήσουμε να μας κλέβουν τη ζωή. Ας διεκδικήσουμε το δικαίωμα και στα δύο, τόσο στην αξιοπρεπή ζωή όσο και στη χαρά που δίνει το παιχνίδι...


Σε λίγες ώρες το 19ο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου θα αποτελεί παρελθόν και θα έχει περάσει και αυτό στην ιστορία. Από το Εστάδιο Σεντενάριο του Μοντεβίδεο, όπου το 1930, 90.000 Ουρουγουανοί αποθέωναν τους συμπατριώτες τους ως πρώτους θριαμβευτές του νεοσύστατου θεσμού και μάλιστα επί της «άσπονδης φίλης» Αργεντινής με σκορ 4 - 2, ως το Γιοχάνεσμπουργκ και το Σόκερ Σίτυ, όπου ανάλογο πλήθος θεατών θα αποθεώνει απόψε το βράδυ τη νέα βασίλισσα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, έχει κυλήσει πάρα πολύ νερό στο μύλο της ιστορίας. Το πάλαι ποτέ τρόπαιο Ζιλ Ριμέ και νυν Παγκόσμιο Κύπελλο της ΦΙΦΑ θα βρει τον όγδοο κάτοχό του, καθώς έως σήμερα επτά είναι οι εθνικές ομάδες που το έχουν κατακτήσει, οι οποίες μοιράζονται σε δύο ηπείρους. Από την Ευρώπη από την οποία θα προκύψει και η νέα πρωταθλήτρια και από τη Νότια Αμερική. Ισπανία και Ολλανδία οι δύο μονομάχοι που θα διεκδικήσουν το τρόπαιο και ο νικητής θα προσθέσει το όνομά του στον κατάλογο των τροπαιούχων και θα δώσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο την πρωτοκαθεδρία στις κατακτήσεις, καθώς η έως τώρα ισορροπία των εννέα κυπέλλων για κάθε ήπειρο θα αλλάξει εκ των πραγμάτων. Η Νότια Αμερική θα προσπαθήσει να φέρει τα πράγματα και πάλι σε ισορροπία στην επόμενη διοργάνωση, η οποία θα γίνει στη χώρα των πεντάκις πρωταθλητών, στη Βραζιλία, το καλοκαίρι ή μάλλον πιο σωστά χειμώνα του νοτίου ημισφαιρίου το 2014. Μια διοργάνωση η οποία θα είναι η 20ή στη σειρά, η δεύτερη η οποία θα διεξαχθεί στη χώρα του Αμαζονίου μετά το 1950. Άπαντες στη Βραζιλία ευελπιστούν η κατάληξη για τη Σελεσάο, όπως αποκαλούν την εθνική τους ομάδα, να είναι θριαμβευτική σε αντίθεση με την τραγική για τους Βραζιλιάνους κατάληξη του Μουντιάλ του 1950, οπότε και ηττήθηκαν εντός έδρας στο θρυλικό Μαρακανά από τους Ουρουγουανούς – σε έναν τελικό που έκτοτε λογίζεται ως εθνική τραγωδία.
Τόσο το Μουντιάλ του 1930 όσο κι αυτό του 1950 αποτελούν μακρινό παρελθόν, ρομαντική ανάμνηση μιας εποχής όπου το ποδόσφαιρο ήταν κυρίως διασκέδαση, αλλά μέσο άσκησης πολιτικής και ευρύτερης κοινωνικής επιρροής των πρωταγωνιστών. Μπορούμε να πούμε πως μέχρι και το 1970 το ποδόσφαιρο διανύει την «εφηβική του ηλικία», αν και οι κανόνες του παιχνιδιού και οι κατευθύνσεις του είχαν μορφοποιηθεί ήδη από τη δεκαετία του 1880 στα βρετανικά νησιά. Το 1970 ωστόσο αποτελεί σημείο καμπής για το παγκόσμιο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι. Από τα γήπεδα του Μεξικού, το οποίο διοργανώνει το Μουντιάλ, γίνονται οι πρώτες μεγάλης έκτασης απευθείας μεταδόσεις σε όλο σχεδόν τον κόσμο και μάλιστα στις πλέον προηγμένες χώρες οι δέκτες είναι πλέον έγχρωμοι. Στην πραγματικότητα από εδώ και πέρα είναι το μέσον αυτό που θα καθορίζει τις εξελίξεις στο άθλημα. Αλλά από την άλλη πλευρά και το ίδιο το ποδόσφαιρό θα γίνει ο μοχλός για την ακραία ένταση του ανταγωνισμού των κατασκευαστών ηλεκτρονικών συσκευών και κυρίως τηλεοράσεων και βίντεο - παιχνιδιών, καθώς προοπτικά τα γήπεδα του εκάστοτε Μουντιάλ αποτελούν το πεδίο εφαρμογής των καινοτομιών, οι οποίες φυσικά αποτελούν το επίδικο θέμα του εμπορικού πολέμου επικράτησης στην αγορά. Υπό αυτήν την έννοια όπως τα γήπεδα του Μεξικού του 1970 ήταν η απαρχή της ηλεκτρονικής επανάστασης, της οποίας τα επόμενα στάδια ήταν οι ψηφιακές τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έτσι και το Μουντιάλ του 2010 στη Νότια Αφρική σηματοδοτεί την κυριαρχία της τηλεόρασης των τριών διαστάσεων η οποία θα κορυφωθεί τα επόμενα χρόνια. Γεύση από το τι θα σημαίνει τηλεοπτική κάλυψη στα επόμενα μεγάλα αθλητικά γεγονότα πήραμε από τις εκπληκτικές δυνατότητες αντίληψης του παιχνιδιού που προσέφερε αυτή η διοργάνωση. Αν κανείς υπολογίσει ότι είναι ήδη εφικτή η διαδραστική συμμετοχή του θεατή με τις τεχνολογικές δυνατότητες ενσωματωμένες πάνω σε ένα τηλεχειριστήριο, επιλογή γωνιών κάλυψης, επαναλήψεις φάσεων, πάγωμα εικόνας και τόσα άλλα αντιλαμβάνεται κάποιος πως μια νέα εποχή ξημερώνει.
Η τεχνολογική αυτή πρόοδος ωστόσο, όπως και σε πολλούς τομείς της ζωής, μόνο ουδέτερη δεν είναι. Τόσο για τους θεατές όσο και για τους αθλητές. Εδώ μπορεί να εστιαστεί ίσως και το σημερινό αντικείμενο μίας αριστερής κριτικής στο αθλητικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα. Το ποδόσφαιρο μετατρέπεται ακόμα πιο ολοκληρωτικά από παιχνίδι και τρόπος διασκέδασης σε εμπορεύσιμο, τηλεοπτικό αλλά όχι μόνο, προϊόν. Σταδιακά ο θεατής εγκαταλείπει το γήπεδο ή τους χώρους συνάθροισης και γίνεται μοναχικός καταναλωτής θεάματος και λοιπών αγαθών, κυρίως δε ποτών και λοιπών ανθυγιεινών τροφών. Παγιδεύεται σε ένα πλήρως αστικοποιημένο περιβάλλον, όπου ολοένα και περισσότερο γίνεται παθητικός δέκτης των ενεργειών τρίτων, καθώς ο ίδιος λόγω έλλειψης ζωτικού ελεύθερου χώρου αλλά και χρόνου δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να αθληθεί. Αυτή φυσικά είναι μια πολύ συνηθισμένη εικόνα στις προηγμένες αγορές του ποδοσφαίρου, δηλαδή κατά κύριο λόγο της Δυτικής Ευρώπης. Παρόλο που υπάρχουν τα μέσα, οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις άθλησης, οι πελάτες - καταναλωτές δεν έχουν αρκετό χρόνο και χώρο για να αθληθούν και πρέπει πλέον να πληρώσουν για κάθε τέτοια δραστηριότητα. Η μεσαία αλλά και η εργατική τάξη των δυτικοευρωπαικών χωρών απέκτησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια την απαραίτητη καταναλωτική παθητικότητα του δέκτη, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται σχεδόν σε κανένα τομέα της κοινωνικής ζωής το ρόλο του ως πομπού εκπομπής μηνυμάτων και παρεμβάσεων. Ότι συμβαίνει σε επίπεδο συλλογικών προτιμήσεων κατ’ αναλογία συμβαίνει και με τις εθνικές ομάδες. Έτσι κάπως απολύτως φυσιολογικά τα τηλεοπτικά δίκτυα ως οργανισμοί πλέον έγιναν οι κύριες πηγές χρηματοδότησης των συλλόγων. Από την άλλη πλευρά ωστόσο και οι εθνικές ομάδες απέκτησαν αποκλειστικούς, «μεγάλους» ή μικρότερους χορηγούς οι οποίοι τις τροφοδοτούν και φυσικά «χρυσώνουν» ποδοσφαιριστές και επιτελεία ειδικότερα σε περιπτώσεις επιτυχιών. Επί παραδείγματι η εθνική μας ομάδα, με αυτή τη μέτρια παρουσία εξασφάλισε ελάχιστο μπόνους συμμετοχής από την Παγκόσμια Ομοσπονδία τα δέκα εκατομμύρια ευρώ, ενώ και οι χορηγίες ως το τέλος του έτους ανέρχονται σε 15 εκατομμύρια.
Η άλλη όψη ωστόσο της πραγματικότητας λέει πως στις χώρες όπου οι πληθυσμοί υποφέρουν πολύ περισσότερο από τη φτώχεια όπως η διοργανώτρια χώρα ή η Βραζιλία, οι άνθρωποι συγκεντρώνονται κατά χιλιάδες σε παραγκουπόλεις ή χωριά, όπου υπάρχει μία και μόνο τηλεόραση για να παρακολουθήσουν έναν αγώνα. Μπορούν οι ίδιοι να παίζουν και ονειρεύονται να μοιάσουν στα ινδάλματά τους, αλλά παρ’ όλα αυτά έχουν ελάχιστα μέσα και δυνατότητες.
Ένα από τα οξύμωρα της διοργάνωσης ήταν πως στα 62 παιχνίδια, τα οποία προηγήθηκαν των δύο τελικών του Σαββάτου και της Κυριακής διατέθηκαν περισσότερα από τρία εκατομμύρια εισιτήρια καθιστώντας το Μουντιάλ το τρίτο εμπορικότερο όλων των εποχών, μετά από αυτά των ΗΠΑ το 1994 και της Γερμανίας το 2006. Παρά τον αριθμό αυτό ωστόσο τα γήπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου δεν παρουσίαζαν πληρότητα μεγαλύτερη του 65%. Το μυστικό; Τα εισιτήρια είχαν αγοραστεί από τους χορηγούς ή από δημόσιες εταιρείες της Νότιας Αφρικής, όπως αυτή του ηλεκτρισμού, που τα προόριζαν για τα υψηλόβαθμα στελέχη τους, δαπανώντας περί τα τρία εκατομμύρια ευρώ. Προκειμένου να αποφύγουν το σκάνδαλο δεν τα διέθεσαν ποτέ στα στελέχη, καθώς οι εργαζόμενοι οι οποίοι διεκδικούσαν αυξήσεις ήταν έτοιμοι να βυθίσουν τη χώρα, και τα στάδια, σε μπλακ άουτ. Έτσι πριν από τους δύο ημιτελικούς κάποια «μαγικά χαρτάκια» βγήκαν στην αγορά έναντι τιμήματος μόλις Ÿ400 ευρώ! Ποσό απαγορευτικό ακόμη και για εύπορους ΝοτιοαφρικανικούςŸ

Αθλητές ρομπότ για θεαματικότητες ρεκόρ

Το ποδόσφαιρο είναι φτιαγμένο για να γεννά διλήμματα. Βραζιλία ή Αργεντινή, Πελέ ή Μαραντόνα, Γερμανία ή Αγγλία και άλλα ων ουκ εστί αριθμός. Πελέ και Μαραντόνα έχουν εδώ και δεκαετίες αποσυρθεί, Οι τρεις εκ των τεσσάρων ομάδων που αναφέραμε ξεκίνησαν ως φαβορί για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αλλά πήγαν νωρίς σπίτια τους. Η Αγγλία και η Αργεντινή γνωρίζοντας εμφαντικές ήττες από την τέταρτη της παρέας και αουτσάιντερ Γερμανία, η οποία παραλίγο να φτάσει στον όγδοο τελικό της ιστορίας της, ενώ οι Βραζιλιάνοι υποκύπτοντας στους σημερινούς φιναλίστ Ολλανδούς. Ας ξετυλίξουμε και πάλι το κουβάρι από το 1970. Πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται πως ήταν το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο που κατακτήθηκε από μια ομάδα με απαράμιλλο ταλέντο, οι παίκτες της οποίας απλώθηκαν στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου και χωρίς την ανάγκη τεχνικής καθοδήγησης από τον πάγκο κατέκτησαν απνευστί και θεαματικά το τρόπαιο. Ίσως κάτι ανάλογο να συνέβη πάλι στα γήπεδα του Μεξικού δεκαέξι χρόνια αργότερα με μια ομάδα με λιγότερα μεγάλα ταλέντα αλλά ένα τεράστιο, τον Μαραντόνα. Ως προπονητής πλέον ο ίδιος στη Νότια Αφρική και με μια ομάδα η οποία και πάλι χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως η πληρέστερη, αποφάσισε ή ίσως δεν είχε και άλλη δυνατότητα παρά να παίξει όπως η Βραζιλία του 1970. Η αποτυχία ήταν παταγώδης και το πλήγμα βαρύ, καθώς ή ήττα ήρθε από τους Γερμανούς με τους οποίους ο Ντιεγκίτο είχε ανοιχτούς λογαριασμούς από το χαμένο για την Αργεντινή τελικό –από τους ίδιους αντιπάλους– στο Μουντιάλ της Ιταλίας.
Τι έχει συμβεί λοιπόν; Το ταλέντο υπολείπεται της δύναμης, της πειθαρχίας και της εξοντωτικής τακτικής; Στην πραγματικότητα τα αποτελέσματα δεν τα καθόρισε τόσο καταλυτικά η πειθαρχία ή η τακτική, όσο η ταχύτητα. Αυτή σε συνδυασμό με τα στοιχεία δύναμης και κάλυψης χώρων μέσω της ανάπτυξης ολοένα και μεγαλύτερων αθλητικών δυνατοτήτων των ποδοσφαιριστών είναι και η ειδοποιός διαφορά σε σχέση και με το Μουντιάλ του 1970 και του 1986 και του 1990. Η απόσταση από τότε μέχρι σήμερα είναι τεράστια. Παρά το γεγονός ότι σε ατομικό επίπεδο μιλάμε για βελτίωση στην ταχύτητα, σε επίπεδο δεκάτων του δευτερολέπτου, εντούτοις αυτή η βελτίωση συναρτάται άμεσα και με μεγαλύτερη διάρκεια μέσα στο παιχνίδι. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι απότοκο και μόνο μιας βελτίωσης των τεχνικών και των μέσων άθλησης, αλλά ο κύριος παράγοντας που κατευθύνει το άθλημα προς τα εκεί είναι και πάλι κυρίως η τηλεόραση – η τηλεόραση ως μέσο αποκάλυψης δύναμης και δυνατοτήτων και ως τηλεοπτικοί οργανισμοί στη διαχείριση των γεγονότων, τα οποία είναι προϊόντα ευρείας κατανάλωσης. Το παιχνίδι απευθύνεται πλέον καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου σε ένα ακόρεστο φιλοθεάμον κοινό το οποίο έχοντας την αίσθηση της εναλλαγής αγώνων μεταξύ συλλόγων και εθνικών συγκροτημάτων, απολαμβάνει την πολυπόθητη διαφοροποίηση και έχει περισσότερες επιλογές και δυνατότητες ταύτισης αλλά και κατανάλωσης. Πλέον το ποδόσφαιρο έχει εισέλθει στην περίοδο της απόλυτης βιομηχανοποίησης και όλες οι ομάδες έχουν μετατραπεί σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις πρώτου μεγέθους και πολλές φορές μάλιστα με πολυεθνικά χαρακτηριστικά. Το παράδειγμα των τεσσάρων εθνικών συγκροτημάτων που αναφέρθηκαν δεν είναι τυχαίο. Το δε φετινό Μουντιάλ αξιοποίησε στο έπακρο τη δημοφιλία ομάδων όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή ή η Αγγλία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η αγορά των μουντιαλικών προϊόντων στην Ελλάδα και ο αναμενόμενος τζίρος εκτιμήθηκε πάνω από διακόσια εκατομμύρια ευρώ.
Είναι γεγονός πως η ΦΙΦΑ θα επιθυμούσε διακαώς ένα τελικό μεταξύ Αργεντινής και Βραζιλίας σε ένα απόλυτο πλανητικό ποδοσφαιρικό ντέρμπι. Οι κληρώσεις που έγιναν αλλά και οι συνακόλουθες διασταυρώσεις μέχρι τη φάση των «8», έδειχναν πως κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανό να συμβεί. Προκειμένου να προωθήσουν τέτοιες μάχες υψηλής εμπορικότητας και θεαματικότητας τόσο η ΦΙΦΑ όσο και η ευρωπαϊκή Ομοσπονδία έχουν εδώ και χρόνια καταργήσει μέσω διαβαθμίσεων στις κληρώσεις έναν παράγοντα που δίνει ενδιαφέρον στο παιχνίδι και αφήνει ελπίδα στους μικρότερους να διακριθούν. Αφαίρεσαν τον παράγοντα τύχη και αύξησαν τις δυσκολίες σε αμέτρητους προκριματικούς γύρους, ώστε στην πραγματικότητα οι ισχυροί του αθλήματος να κινδυνεύουν όσο το δυνατό λιγότερο από εκπλήξεις. Ακόμη και η διαιτησία επιστρατεύεται με εξόφθαλμο τρόπο, ώστε να λειτουργεί υπέρ των εμπορικότερων ομάδων. Πολλοί θα θυμούνται πώς η Γαλλία προκρίθηκε στην τελική φάση με γκολ με το χέρι, ενώ και η Αργεντινή ευνοήθηκε στο πρώτο γκολ με το Μεξικό στη φάση των «16» . Βεβαίως δεν θα μπορούσαν να έχουν συνεχώς εύνοια και ειδικά οι «τρικολόρ» που ναυάγησαν ήδη από τον όμιλο. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι η εξόντωση των ποδοσφαιριστών μέσω των συνεχόμενων παιχνιδιών που καθιστά απαραίτητη την «επιστημονική υποβοήθηση», με ότι αυτό σημαίνει και μετατρέπει τους ποδοσφαιριστές σε καλοπληρωμένες μηχανές παραγωγής θεάματος. Τους έχει ανάγκη η βιομηχανία του τρίτου εμπορικότερου αθλητικού γεγονότος μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το αμερικάνικο μπέιζμπολ. Χαρακτηριστικότερο όλων το παράδειγμα της Ισπανίας. Στον ημιτελικό με τη Γερμανία ο προπονητής Β. Ντελ Μπόσκε χρησιμοποίησε στην ενδεκάδα και σχεδόν για όλο τον αγώνα έξι παίχτες της Μπαρτσελόνα, δηλαδή της πρωταθλήτριας της χώρας. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν στη φετινή σεζόν περισσότερα από 50 παιχνίδια με το σύλλογό τους και τουλάχιστον άλλα πέντε με την εθνική τους ομάδα πριν προστεθούν και ακόμη εφτά, τα οποία έδωσαν συνολικά στο Μουντιάλ. Το αξιοσημείωτο είναι πως οι ίδιοι και την αγωνιστική περίοδο 2008-2009 είχαν περίπου 70 παιχνίδια για τα έξι τρόπαια που κατέκτησαν συνολικά σε συλλογικό επίπεδο. Ανάλογο αριθμό παιχνιδιών, πάνω από 80, δίνουν μόνο οι παίχτες του αμερικανικού πρωταθλήματος μπάσκετ, παιχνιδιού πρωτοπόρου στα ζητήματα τηλεοπτικής κάλυψης και εκμετάλλευσης.